- περιβόησις
- -ήσεως, η, Α [περιβοώ]1. το να καθιστά κανείς κάτι κακής φήμης, να το κάνει διαβόητο, δυσφήμηση, διαβολή2. μεγάλη κραυγή3. ταραχή, θόρυβος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιβοήσεις — περιβόησις fem nom/voc pl (attic epic) περιβόησις fem nom/acc pl (attic) περιβοάω defame aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) περιβοάω defame fut ind act 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβοήσεσι — περιβόησις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβοησία — ἡ, Α η περιβόησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιβόησις, κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek